- αφρούρητος
- -η, -οεπίρρ. -α αφύλαχτος: Μια μεριά μονάχα, η πιο απλησίαστη, είχε μείνει αφρούρητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφρούρητος — unguarded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρούρητος — η, ο (AM ἀφρούρητος, ον) αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται … Dictionary of Greek
ἀφρούρητον — ἀφρούρητος unguarded masc/fem acc sg ἀφρούρητος unguarded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρουρήτοις — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρουρήτους — ἀφρούρητος unguarded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρουρήτων — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut gen pl ἀφρουρέω leave unguarded pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀφρουρέω leave unguarded pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρουρήτῳ — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρούρητα — ἀφρούρητος unguarded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρούρητοι — ἀφρούρητος unguarded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek